στρόφιγξ,-ιγγος

στρόφιγξ,-ιγγος
N 3 0-0-0-1-0=1 Prv 26,14
hinge

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρόφιγγα — η / στρόφιγξ, ιγγος, ΝΑ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, στρόφιγξ, ὁ, Α 1. ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας 2. πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού, κάνουλα 3. στον πληθ. οι στρόφιγγες μικροί μοχλοί που στρέφονται …   Dictionary of Greek

  • στροφίγγιον — τὸ, Α [στρόφιγξ, ιγγος] υποκορ. μικρή στρόφιγγα …   Dictionary of Greek

  • στροφιγγοειδής — ές, Α όμοιος με στρόφιγγα, κυρίως ως προς το σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφιγξ, ιγγος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”